βιάσω

βιάσω
βιά̱σω , βιάω
constrain
aor subj act 1st sg (attic)
βιά̱σω , βιάω
constrain
aor subj act 1st sg (doric aeolic)
βιά̱σω , βιάω
constrain
fut ind act 1st sg (attic)
βιά̱σω , βιάω
constrain
fut ind act 1st sg (doric aeolic)
βιάζω
constrain
aor subj act 1st sg
βιάζω
constrain
fut ind act 1st sg
βιάζω
constrain
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελκέω — ἑλκέω (Α) 1. σύρω για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι») 2. (για γυναίκες) επιχειρώ να βιάσω, να διαφθείρω …   Dictionary of Greek

  • βιάζω — σα, στηκα, βιασμένος 1. εξαναγκάζω κάποιον σε μία πράξη, τον πιέζω να την κάνει, ασελγώ: Οι καταστάσεις μάς βιάζουν στο να αναλάβουμε δράση. 2. εξαναγκάζω κάποιον στη σεξουαλική πράξη παρά τη θέλησή του: Σύρθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”